- φίλησε
- φιλέωloveaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Dimítrios Gaziádis — (en grec moderne : Δημήτριος Γαζιάδης) né à Athènes en 1897[1] et mort dans cette même ville en 1961[2] était un des pionniers du cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek
περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… … Dictionary of Greek
σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ … Dictionary of Greek
φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 … Dictionary of Greek
αγκαλιάζω — αγκάλιασα, αγκαλιάστηκα, αγκαλιασμένος 1. δέχομαι στην αγκαλιά μου: Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. 2. γίνομαι οπαδός, πηγαίνω με το μέρος κάποιου: Αγκάλιασε με ενθουσιασμό τις ιδέες της νέας παιδαγωγικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάγουλο — το (λ. λατ.) 1. η παρειά του προσώπου: Με φίλησε στο μάγουλο. 2. οι καμπύλες γραμμές στα πλάγια της πλώρης του πλοίου: Ένα δελφίνι πλησίασε στα μάγουλα του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταυρωτός — ή, ό επίρρ. ά ο τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού: Είχε τα χέρια του σταυρωτά. – Φορούσε σταυρωτό σακάκι. – Τον φίλησε σταυρωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφίγγω — έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος 1. περιβάλλω και πιέζω κάτι γύρω γύρω: Έσφιξε τη μέση της με μια ζώνη. – Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. 2. τραβώ κάτι με δύναμη: Σφίξε τη ζώνη σου. – Σφίξε λίγο τα κορδόνια. 3. πιέζω κάποιον έτσι που να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλησ' — φίλησι , φίλησις loving fem voc sg φί̱λησι , φιλέω love aor subj mid 2nd sg (epic) φί̱λησι , φιλέω love aor subj act 3rd sg (epic) φίλησαι , φιλέω love aor imperat mid 2nd sg φίλησα , φιλέω love aor ind act 1st sg (homeric ionic) φίλησε , φιλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)